Χαράζουμε στο χώμα ένα τρίγωνο και μέσα σ' αυτό ο κάθε παίχτης βάζει δυο-τρεις από τους βόλους του. Σε μια απόσταση 4-5 μέτρων στήνεται μια πέτρα, ο μπάστακας. Τα παιδιά ρίχνουν τους βόλους τους προς τον μπάστακα και όποιος φτάσει πιο κοντά παίζει πρώτος. Ο παίχτης ρίχνει με τον αντίχειρα το βόλο του στο τριγωνάκι με σκοπό να χτυπήσει έναν από αυτούς που ήταν μέσα και να τον βγάλει έξω, οπότε και τον κερδίζει. Εάν κάποια στιγμή χάσει και ο βόλος του μείνει μέσα στο τρίγωνο, ο αμέσως επόμενος παίχτης χτυπώντας το βόλο κερδίζει όλους όσους είχε μαζέψει ο προηγούμενος ως τώρα.
Υπάρχει και μία άλλη εκδοχή αυτού του παιχνιδιού κατά την οποία αν η "μάνα" με την οποία χτυπούσε ένας παίκτης τους βόλους έμενε μέσα στο τριγωνάκι χωρίς να χτυπήσει και να βγάλει έξω κάποιον βόλο, τότε γινόταν η λεγόμενη "καραμπόλα". Ο άλλος παίκτης τότε, χτυπούσε με τη "μάνα" του τη "μάνα" του άλλου έτσι ώστε εκείνη με τη σειρά της να χτυπήσει όσους περισσότερους βόλους γίνεται και να τους βγάλει έξω από το τριγωνάκι. Όσους βόλους έβγαιναν εκτός τους κρατούσε ο παίκτης που έκανε την "καραμπόλα".
Ένας άλλος κανόνας ήταν ότι αν η "μάνα" του παίκτη σταματούσε στη γραμμή του τριγώνου, ο αντίπαλος φώναζε "Σούτος", έπαιρνε τη μπίλια του άλλου και την πέταγε μακριά. Τώρα, ο κάτοχός της έπρεπε να παίξει από εκεί και να προσπαθήσει να μπει μέσα στο τρίγωνο ή να χτυπήσει όποια μπίλια ("μάνα") βρισκόταν εκτός για να ξαναμπεί στο παιχνίδι. Ο νικητής ήταν αυτός που θα μάζευε τις περισσότερες μπίλιες ανεξάρτητα από το αν θα περίσσευαν μπίλιες μέσα στο τρίγωνο ή όχι.
Ευχαριστούμε πολύ το Δημήτρη για τους εναλλακτικούς τρόπους αυτού του παιχνιδιού που μας έστειλε.